Πώγωνος

Πώγωνος
Πώγων
beard
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πώγωνος — πώγων beard masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελισσοπώγωνος — και μελισσοπούγουνος, ο (Μ) μελισσόθριξ*, αυτός που έχει καστανόξανθα ή κοκκινωπά γένια στο χρώμα τής μέλισσας ή τού μελιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *μελισσός + πώγων, πώγωνος (πρβλ. ξανθο πώγωνος)] …   Dictionary of Greek

  • στρογγυλοευμορφοπώγωνος — η, ον, Μ αυτός που έχει στρογγυλή και ωραία γενειάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + εὔμορφος + πώγωνος (< πώγων, ωνος), πρβλ. μακρο πώγωνος] …   Dictionary of Greek

  • брада — БРАД|А (35), Ы с. 1.Нижняя часть лица, подбородок: възложи(т) наглавиѥ вьрхоу главы ѥго. и покрывъ до брады. ˫ако не видѣноу быти лицю. УСт XII/XIII, 273 об.; ѡполѣша власи на главѣ ми и на брадѣ. ПКП 1406, 161б. 2. Борода: не постригаите бра(д)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κατατίλλω — (Α) (επιτ. τ. τού τίλλω) 1. μαδώ εντελώς, καταμαδώ 2. μαδιέμαι, τραβώ τις τρίχες τής κεφαλής μου (α. «κατέτιλεν ἑαυτόν ἐπὶ θρήνου», Ησύχ. β. «κατέτιλα τοῡ τριχώματος τῆς κεφαλῆς καὶ τοῡ πώγωνος», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τίλλω «μαδώ, τραβώ… …   Dictionary of Greek

  • λαβή — η (AM λαβή) 1. το μέρος ενός αντικειμένου από το οποίο μπορεί κάποιος να τό πιάσει ή να τό κρατήσει ή να τό χρησιμοποιήσει, χερούλι, χέρι, πιάσιμο (α. «λαβή στάμνας» β. «λαβή όπλου» γ. «τὸν εἰς τὴν τέχνην ἐλέφαντα εἰς μαχαιρῶν λαβάς», Δημοσθ.) 2 …   Dictionary of Greek

  • οξύγενυς — ὀξύγενυς, ένυος, ὁ (Α) η οξεία, μυτερή άκρη τού πώγωνος, γένι σε σχήμα σφήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + γένυς, υος (πρβλ. χαλκό γενυς)] …   Dictionary of Greek

  • σπανός — (I) ή, ό / σπανός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που έχει αραιές ή δεν έχει καθόλου τρίχες στο πρόσωπό του (α. «ήταν γέρος και σπανός και άσχημος» β. «τὸ εἶδος αὐτοῡ... σπανόν, ἐπὶ τοῡ χείλους μόνον ἔχων τρίχας, καὶ εἰς τὸ ἄκρον τοῡ πώγωνος», Παλλάδ.) νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • υποπίμπλημι — Α 1. γεμίζω κάτι σε μικρό βαθμό 2. μτφ. (σχετικά με αισθήματα και διαθέσεις) επιβάλλω σταδιακά ή υποβάλλω («ἐλπίδος ύπέπλησε τὸν στρατόν», Φιλόστρ.) 3. παθ. ὑποπίμπλαμαι α) (αμτβ.) γεμίζω («ὑποπίμπλαμαι τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων», Λουκιαν.) β)… …   Dictionary of Greek

  • φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”